- κάδους
- κάδοςjarmasc acc plκά̱δους , κῆδοςcare aboutneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
ανυψωτήρες, ατέρμονες — Μηχανές που χρησιμοποιούνται για τη συνεχή ανύψωση υγρών και στερεώνουσιών και όταν ακόμα οι τελευταίες είναι σε κατάσταση σκόνης. Κατασκευάζονται σε διάφορους τύπους, ανάλογα με την κινητήρια δύναμη που χρησιμοποιείται: έτσι έχουμε α.α.… … Dictionary of Greek
PITHAULES — apud Flav. Vopiscum in Carino, c. 19. Centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam pithaulas centum, pantomimos et gymnicos mille etc. Ubi Palatinus liber scriptum habet, Pythaulas, atque ita passim ac… … Hofmann J. Lexicon universale
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
δικαδία — δικαδία, η (Α) δοχείο που χωράει δύο κάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κάδος] … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
καδοποιός — ο (Α καδοποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει κάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχο ποιός, υποδηματο ποιός] … Dictionary of Greek